- ψες
- επίρρ. вчера вечером; вчера
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψες — και εψές και ψε επίρρ. χρον., χτες, χτες το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψες — και ψε Ν (χρον. επίρρ.) βλ. εψές … Dictionary of Greek
εψές — και ψες επίρρ. 1. χθες βράδυ, χθες αργά 2. (κατ. επέκτ.) χθες («εψές μού απέθανε ο βοσκός», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οψέ. Το αρκτικό ε τού τ. αναλογικά προς το εχτές] … Dictionary of Greek
ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… … Dictionary of Greek
οψές — και εψές και ψες επίρρ. χρον. χθες αργά, χθες το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψέ, με ληκτικό ς, κατά το χθες (βλ. και λ. εψές)] … Dictionary of Greek
προψές — Ν επίρρ. (διαλ. τ.) πριν από δύο βράδια, την προπροηγούμενη βραδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψες] … Dictionary of Greek
ακαταλάγιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν καταλαγιάζει, δεν ησυχάζει: Τα ζωντανά ψες βράδυ ήταν ακαταλάγιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εψές — και ψες επίρρ. χρον., χθες το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)